προσαναμάσσομαι

προσαναμάσσομαι
Α
μτφ. προσάπτω κάτι στον εαυτό μου επί πλέον («τὸ ἐκ τῆς ἡδονῆς αἶσχος καθ' ἑκάστην... προσαναμάσσονται», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναμάσσομαι «προσδίδω στον εαυτό μου το σχήμα ή τη μορφή κάποιου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”